|| Αρχαία Νομίσματα ||  ::Αρχική σελίδα:: 
 

 

Τα αρχαία Ελληνικά νομίσματα

 

Εισαγωγή

Ο Αριστοτέλης στα "πολιτικά" του αναφέρει: "πολύ πριν γίνει χρήση του νομίσματος ως μέσου ανταλλαγής οι αρχέγονες κοινότητες αντάλλασσαν  μεταξύ τους τα απολύτως χρήσιμα στην ζωή, χωρίς κανένα ενδιάμεσο και αργότερα μεταπήδησαν στο στάδιο των χρηματικών συναλλαγών. Κατόπιν οι άνθρωποι συμφώνησαν για τις συναλλαγές τους να δίδουν και να λαμβάνουν αμοιβαία ένα πράγμα, κοινής όμως ανάγκης στη ζωή όπως τον σίδηρο και τον άργυρο".

Οι πρώτες συναλλαγές γίνονταν με την ανταλλαγή ειδών. Αυτή η μέθοδος συναλλαγών ονομάζεται αντιπραγματισμός. Μπορούσε, για παράδειγμα, κάποιος να πάρει ψάρια και σε αντάλλαγμα να δώσει λαχανικά. Το σύστημα αυτό είχε πολλά μειονεκτήματα γιατί έπρεπε οι συναλλασσόμενοι να έχουν κάποιο προϊόν που να ήταν χρήσιμο για τον άλλο και η αξία του να ήταν αντίστοιχη με αυτό που τους προσφερόταν. 

Η καταμέτρηση της περιουσίας ενός ανθρώπου γινόταν με βάση τον αριθμό των βοσκημάτων του, με βάση, δηλαδή, τον αριθμό των κεφαλιών που διέθετε. [έτσι λοιπόν και οι πολύ γνωστοί όροι capital : περιουσία , κεφάλαιο και καπιταλισμός προέρχονται από τη λατινική λέξη capita = κεφάλι] Με την εξάπλωση του εμπορίου και, γενικότερα, με την πρόοδο του πολιτισμού και ο παραπάνω τρόπος συναλλαγών αποδείχθηκε ανεπαρκής. Η μετακίνηση των βοσκημάτων σε μακρινές αποστάσεις, οι διάφορες ασθένειες, συχνά, τα αποδεκάτιζαν. Έπρεπε, λοιπόν να αναζητηθεί ένα νέο μέσο ανταλλαγής, αναλλοίωτο στο χρόνο, εύχρηστο, με σταθερή αξία.

Το μέσο αυτό δεν ήταν άλλο από τα μέταλλα.  Γιατί επιλέχτηκαν τα μέταλλα για τον σκοπό αυτό; παρ' ότι την οικονομία  την αντιπροσώπευαν τα ζώα, κυρίως τα βόδια, τα μέταλλα είχαν σημαντικά πλεονεκτήματα. Μεταφέρονταν εύκολα, υπήρχε η δυνατότητα να διαιρεθούν σε κομμάτια μικρότερης αξίας και κυρίως δεν φθείρονταν με την πάροδο του χρόνου. 

Τα μέταλλα της προνομισματικής περιόδου που χρησιμοποιήθηκαν για τις συναλλαγές ήταν ακατέργαστα, κομμάτια δηλαδή χαλκού ή σιδήρου που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είχαν κάποιο αποτύπωμα, σαν προσθήκη των κατόχων τους. Τα πρώτα αυτά μέταλλα ζυγίζονταν κάθε φορά που χρειαζόταν να γίνει μια συναλλαγή για να επιβεβαιωθεί το βάρος τους και να καθαριστεί έτσι η ανταλλακτική αξία τους. Αργότερα άρχισαν να σφραγίζονται και η σφραγίδα αυτή ήταν η εγγύηση της εκδίδουσας αρχής ή του εμπόρου ότι το μέταλλο έφερε το σωστό βάρος.

Αν ρίξουμε μια ματιά σε ευρήματα ανασκαφών θα δούμε ότι σε διάφορες περιοχές του κόσμου η χρήση και η κυκλοφορία των μετάλλων ως χρήμα ήταν γνωστή. Στις Ινδίες ανακαλύφτηκαν ράβδοι χαλκού με αποτυπώματα της τρίτης χιλιετηρίδας. Τα ευρήματα αυτά αποτελούν το πιο παλιό δείγμα χρήσης μετάλλων ως νόμισμα. Οι Χίττες την δεύτερη χιλιετηρίδα και οι Δωριείς τον 12ο π.χ. αιώνα χρησιμοποίησαν τον σίδηρο για την ίδια χρήση, στην Κύπρο τον ίδιο αιώνα βρέθηκαν ράβδοι χρυσού. Ανάλογα ευρήματα έχουμε σε μυκηναϊκούς τάφους, στον μινωικό πολιτισμό, στους φοίνικες και τους εβραίους επικρατούσε το ίδιο σύστημα. Στην κίνα από το 2100 π.χ.  μέταλλα όπως ο χρυσός και ο άργυρος χρησιμοποιήθηκαν ως χρήμα.

 

Βέβαια η μορφή των μετάλλων ως χρήμα δεν ήταν μόνο σε σχήμα ράβδων, όπως ανέφερα πιο πάνω, αλλά το ρόλο του χρήματος μπορούσε να παίξει μια άμορφη μάζα μετάλλου, ένας μεταλλικός κρίκος, μέταλλα σε σχήμα δοράς βοδιού (τάλαντα), διάφορα διαμορφωμένα σχήματα μετάλλων, όπλα, πέλεκυς, κ.α.

Αντικείμενα που δεν ήταν μεταλλικά αλλά ήταν σε κάποιες περιοχές του κόσμου αποδεκτά ως χρήμα, χρησιμοποιήθηκαν για τις συναλλαγές. Χαρακτηριστικά αναφέρω τα κοχύλια καούρι, ράβδους αλατιού, δέρματα ζώων, κ.α.

Τα πρώτα νομίσματα

Ο Αθηναίος Φιλόχορος, αποδίδει την εφεύρεση του νομίσματος στον Θησέα. Οι νομισματολόγοι του 19ου αιώνα απέδιδαν την εφεύρεση του νομίσματος στον  βασιλιά του Άργους Φείδωνα ή στην Κυμαία Δημοδίκη, σύζυγο του βασιλιά Μίδα, ή στον Εριχθόνιο και τον Λύκο από την Αθήνα, ή στους Λύδιους και τους Νάξιους. Όλα αυτές οι απόψεις ανατράπηκαν ύστερα από ανασκαφές που έγιναν στον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, όπως θα δούμε στην συνέχεια.

Ο Ηρόδοτος λέει: "Πρώτοι δε Λύδιοι νομίσματα χρυσού και αργυρού κοψάμενοι εχρήσαντο".

Ιωνία  χρυσό Νόμισμα,  + 600 π.χ. 

και  Ήλεκτρο 1/24ο  Στατήρα

Οι πιο πολλοί ερευνητές των αρχών του 20ου αιώνα τοποθετούσαν την εφεύρεση της νομισματοκοπίας γύρω στα 700 π.χ. στην Λυδία της Μικρά Ασίας. Μετά από νέες έρευνες που ακολούθησαν, επανεκτιμήθηκε ότι η εμφάνιση του νομίσματος τοποθετείτε στα τέλη του 7ου π.χ. αιώνα. Παρ' όλα αυτά δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι και αυτή η ημερομηνία είναι η σωστή.

Τα πρώτα νομίσματα δεν ήταν χρονολογημένα, αλλά δεν υπάρχουν και γραπτές μαρτυρίες για αυτά. Πώς λοιπόν οι ερευνητές έβγαλαν τα συμπεράσματα που αναφέρουμε πιο πάνω; Η απάντηση βρίσκετε σε κάποιες Βρετανικές ανασκαφές που έγιναν στα 1904, από τον δόκτωρ Δ. Χόγκαρθ, στον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο. Εκεί ανακαλύφθηκε ένας θησαυρός από 93 νομίσματα από ήλεκτρο και 7 ασφράγιστοι βώλοι αργύρου, τα οποία και αποτελούν τα πιο παλιά ευρήματα νομίσματος με την μορφή κερματοφώρου τεμαχίου. Ο ναός της Άρτεμης θεμελιώθηκε, κατά την βασιλεία του Κροίσου, γύρω στο 560 π.χ. Όμως τα νομίσματα βρέθηκαν σε ένα παλαιότερο στρώμα γης, από αυτό του ναού.  Κάποιες στάχτες που βρέθηκαν εκεί, χρονολογήθηκαν γύρω στα 652 π.χ. Έτσι βγήκε το συμπέρασμα ότι, το παλαιότερο από τα νομίσματα του θησαυρού, έπρεπε να χρονολογηθεί κατά την βασιλεία του Γύγη (685 - 652 π.χ.) ή και πρότερα. Ο Γύγης, ήταν ο ιδρυτής μίας δυναστείας που είχε σαν έμβλημα τον λέοντα. Το σύμβολο του λέοντα εμφανίζετε στα νομίσματα της Λυδίας κατά την βασιλεία του Κροίσου. Επίσης κάποια από αυτά φέρουν με Λυδική γραφή το όνομα Αλυάττης. Ο Αλυάττης, ήταν ο πατέρας του βασιλιά Κροίσου και κυβέρνησε από το 615 έως το 560 π.χ. 

 

Λυδία, Βασιλιάς 

Κροίσος 561-546 π.χ.

Σήμερα οι ερευνητές αμφιβάλουν για την χρονολόγηση της στάχτης που βρέθηκε στον ναό της Άρτεμης, η οποία μπορεί να μην είναι προγενέστερη του ναού, αλλά να προέρχεται από τις τελετές της θεμελίωσης του ναού και συνεπώς και η χρονολόγηση των νομισμάτων να τοποθετείτε τότε. Όπως καταλαβαίνετε οι ημερομηνίες της κυκλοφορίας των πρώτων νομισμάτων συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο έρευνας και δεν μπορούμε με ασφάλεια να στηριζόμαστε στα μέχρι τώρα συμπεράσματα. Τα 

νομίσματα από ήλεκτρο, της Ιωνίας χρονολογούνται περίπου στην ίδια περίοδο με αυτά της Λυδίας. 

 

 

Συνοψίζοντας λοιπόν, τα πρώτα νομίσματα με την μορφή κερματοφώρου τεμαχίου εμφανίσθηκαν στην Ιωνία και τη Λυδία της μικρά Ασίας το β΄ μισό του 7ου αιώνα π.χ. και ήταν από ήλεκτρο ( φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου από τις όχθες του πακτωλού και του έρμου ποταμού). Επάνω στο νόμισμα ήταν αποτυπωμένο το σύμβολο της πόλης ή του άρχοντα που το έκοψε από την μία πλευρά του , ενώ από την άλλη υπήρχε αποτυπωμένο ένα έγκυλο τετράγωνο, ή ορθογώνιο.

Στα μισά του 6ου αιώνα το νόμισμα κάνει την εμφάνιση του και στην ηπειρωτική Ελλάδα με πρωτοπόρο την Αίγινα. Οι πραγματικοί  πρόδρομοι του νομίσματος για τον ελλαδικό χώρο είναι οι σιδερένιοι οβελοί, οι οποίοι ήταν όμοιοι με τους μαγειρικούς οβελούς, δηλαδή τις σούβλες. Αποδίδονται στον βασιλιά του Άργους Φείδωνα. Είχαν πάχος τέτοιο ώστε κάθε χέρι να μπορεί να κρατήσει έξι συγχρόνως. Από τη λέξη <δράττω> προήλθε και η λέξη δραχμή. Από την λέξη οβελός, προήλθε και η λέξη οβολός η υποδιαίρεση δηλαδή της δραχμής. 

 

 

Ο Φείδων περίπου το 570 π.χ. έκοψε στην Αίγινα τα πρώτα νομίσματα τα οποία έφεραν σαν παράσταση στον επροσθότυπο μια θαλάσσια χελώνα. Πιθανόν λόγο της μεγάλης θαλάσσιας εμπορικής δραστηριότητας που είχε η περιοχή. Όσο για τους σιδερένιους οβελούς πού μέχρι τότε χρησίμευαν σαν νόμισμα ο Φείδων τους  αφιέρωσε στη Ήρα. Ο Αριστοτέλης αναφέρει : 

"ότι τον καιρό του έβλεπε κανείς στον ναό της Ήρας του Άργους μετάλλινους οβελίσκους, που ο βασιλεύς Φείδων αφιέρωσε άλλοτε. Δεν ήσαν παρά δείγματα πού χρησίμευαν για την ανταλλαγή, πριν αντικατασταθούν από τα αργυρά νομίσματα, τις χελώνες. Ο Φείδων τα εκρέμασε στο τοίχωμα, σαν ιερά λείψανα, προς μαρτυρίαν σεβασμού και εθίμων". Οι οβελοί αυτοί σήμερα βρίσκονται στο νομισματικό μουσείο των Αθηνών.

Αργότερα ακολούθησαν το παράδειγμα της Αίγινας και άλλες πόλεις όπως η Κόρινθος με τους πόλους της (φτερωτά άλογα). Η Αθήνα έκοψε νομίσματα γύρω στο 615 π.χ., με κάποια καθυστέρηση δηλαδή σε σχέση με τις άλλες πόλεις.

Η λέξη νόμισμα έχει την ίδια ετυμολογική ρίζα με τη λέξη νόμος, πράγμα που σημαίνει ότι τα νομίσματα αναγνωρίζονταν ως προϊόν κοινωνικών συμβάσεων με δεδομένες αξίες στις συναλλαγές. 

Στον αιώνα μας, η έρευνα, αντιμετώπισε τα αρχαία Ελληνικά νομίσματα, περισσότερο ως ιστορικές και αρχαιολογικές πηγές, μια και για πολλά έργα της αρχαιότητας που δεν διασώζονται σήμερα, έχουμε εικόνα για την μορφή τους μέσα από τις απεικονίσεις τους στα νομίσματα.

Σημείωση: Η εικόνα του ταλάντου, καθώς και η εικόνα των οβελών και του κανόνος, προέρχονται από
φωτογράφηση των αντικειμένων στη μόνιμη έκθεση του Νομισματικού Μουσείου και παρουσιάζονται στην ιστοσελίδα του μουσείου.
 

/Κορυφή/     


Copyright © 2000  [by John Baibakis]. All rights reserved.