Βολιώτες χρυσοθήρες

Σε αυτή την περιοχή θα καταγράφουμε δημοσιεύσεις σχετικές με κρυμμένους θησαυρούς στον ελλαδικό χώρο.

Συντονιστές: Συνδιαχειριστές, Υπερσυντονιστές, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
admin
Administrator
Administrator
Δημοσιεύσεις: 5815
Εγγραφή: 07 Ιαν 2007, 14:48
Τοποθεσία: Ελευσίνα

Βολιώτες χρυσοθήρες

Δημοσίευση από admin »

Με χάρτες, σχέδια, σημάδια, πληροφορίες και μεγάλη αυτοπεποίθηση

Στην αναζήτηση του κρυμμένου θησαυρού οδηγείται όλο και μεγαλύτερος αριθμός σύγχρονων χρυσοθήρων, οι οποίοι ελπίζουν να επιλύσουν τα οικονομικά τους προβλήματα με τον εντοπισμό χρυσών λιρών.

Η Ελλάδα αποτελεί παράδεισο χαμένων θησαυρών. Μύθοι και ιστορίες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, την Κατοχή και τον Εμφύλιο κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και διεγείρουν τη φαντασία και την περιέργεια πολλών χιλιάδων Ελλήνων.

«Οπλισμένοι» με σύγχρονους ανιχνευτές μετάλλων, υπομονή και την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να δώσουν λύση σε γρίφους από την εποχή του Aλή Πασά, οι σημερινοί χρυσοθήρες εξορμούν σε βουνά και λαγκάδια σε αναζήτηση παλαιών νομισμάτων και χρυσών κειμηλίων.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΤΗ

Όπως φαίνεται η κρίση γεννά χρυσοθήρες και χρυσοθηρία αποκτά συνεχώς νέους φίλους, όπως μαρτυρούν άτομα που ασχολούνται με αυτήν τη δραστηριότητα, που προσπαθούν να βρουν χρυσές αγγλικές λίρες που έκρυψαν οι αντάρτες ή οι Γερμανοί την περίοδο της κατοχής, τουρκικά χρυσά πεντόλιρα, που έκρυβαν οι Τούρκοι διοικητές πριν ν’ αποχωρήσουν από τις περιοχές της Ελλάδας, οι οποίες απελευθερωνόταν.

Στην Ελλάδα οι χρυσοθήρες και οι χαμένοι θησαυροί, έχουν αναπτυγμένη δράση λόγω του ότι υπάρχουν πάρα πολλά αντικείμενα χρυσού, πάρα πολλές χαμένες χρυσές λίρες, από τον πόλεμο του 1940, και γενικά χαμένοι θησαυροί, που χρονολογούνται από τα βυζαντινά χρόνια, από την Τουρκοκρατία και προέρχονται από πειρατές, από Ενετούς κ.λ.π.

Σύμφωνα με πληροφορίες οι περισσότεροι χρυσοθήρες προέρχονται από υψηλό κοινωνικό status, γιατί αυτοί έχουν την δυνατότητα να παίξουν τον ρόλο του «επενδυτή», του ανθρώπου που μπορεί να χρηματοδοτήσει μια ερευνητική αποστολή με τον εξοπλισμό της.

Πάντα χρειάζεται ένα αρχικό κεφάλαιο για να ξεκινήσει μια οργανωμένη αποστολή. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι οι σύγχρονοι θησαυροθήρες δραστηριοποιούνται σε ομάδες των τεσσάρων και πέντε ατόμων, καταλαβαίνει κανείς ότι ο αριθμός όσων ασχολούνται με το κυνήγι χαμένων θησαυρών ανέρχεται σε δεκάδες χιλιάδες!

Σήμερα στην Ελλάδα εκτιμάται ότι σε ετήσια βάση πωλούνται κατά μέσο όρο περίπου 2.000 ανιχνευτές μετάλλων. Όπως μάλιστα αναφέρουν στην πλειονότητά τους οι αντιπρόσωποι, στην αγορά διατίθενται κυρίως ανιχνευτές «για χόμπι», όπως χαρακτηρίζονται οι συσκευές που χρησιμοποιούνται για την αναζήτηση θησαυρών.

Η υπάρχουσα τεχνολογία δίνει βέβαια κάποιες λύσεις για την έρευνα και τον εντοπισμό χαμένων θησαυρών, αλλά συνήθως λόγω κακού χειρισμού των μέσων ανίχνευσης ή της δύσκολης εδαφικής μορφολογίας, τα αποτελέσματα είναι ανεπαρκή. Έτσι το δυσανάλογο κόστος σε συνδυασμό με τα ανεπιτυχή αποτελέσματα συχνά τους απογοητεύουν.

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ αναζήτησε και βρήκε Βολιώτες που ασχολιούνται με το σύγχρονο «χόμπι», χρυσοθηρία, και συνομίλησε μαζί τους σε συνάντηση «κεκλεισμένων των θυρών». Πολύπειροι ερασιτέχνες αναζητητές μοιράστηκαν μαζί μας, τα μυστικά, τις παγίδες, τον σχετικό νόμο, τις εμπειρίες, το πλούσιο φωτογραφικό υλικό τους, συμφωνώντας ότι ο πιο καθοριστικός παράγοντας είναι η τύχη.

Η κινητήριος δύναμη

Ο Κώστας, 42 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος αναφέρει: «Είναι κάτι που μου κέντριζε πάντα το ενδιαφέρον από μικρή ηλικία περισσότερο για την περιπέτεια και λιγότερο για τις χρηματικές απολαβές. Μεγαλώνοντας όμως, ρόλο έπαιξε και η διάθεση για ανεύρεση χρημάτων», δηλώνει ο πολύπειρος ερασιτέχνης χρυσοθήρας.

Συνεχίζοντας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Αυτοί που έψαχναν συνεχίζουν και ψάχνουν, επομένως δεν αυξήθηκε το ποσοστό των χρυσοθήρων λόγω οικονομικής κρίσης, απλά το κάνουν πιο απροκάλυπτα απ’ ότι στο παρελθόν δικαιολογώντας το με την αιτία της κρίσης».

Αναφέρει ότι είναι δεν είναι τόσο αθώα η περίπτωση της χρυσοθηρίας καθώς μπορεί πολύ εύκολα η όλη αυτή δράση να γίνει εθιστική. «Μπορεί να γίνει εθισμός, όπως όλα τα πράγματα αν δεν έχεις τη δύναμη, την προσωπικότητα, να τα ελέγξεις και να συγκρατηθείς, μέχρι εκεί που δεν ζημιώνεσαι εσύ ή οικογένειά σου».

Συμμετέχων στη συζήτηση, ο Γιάννης, ιδιωτικός υπάλληλος μιλάει για το δικό του «πάθος», την αναζήτηση θησαυρών: «Το ενδιαφέρον μου ξύπνησε από τον πατέρα μου, ο οποίος ασχολιόταν με τη ραβδοσκοπία. Σκοπός μου δεν είναι η φιλαργυρία αλλά η αγάπη μου για την περιπέτεια, τη φύση, την καλή παρέα και γενικώς για να περνάω καλά». Ενώ επισημαίνει ότι ο ίδιος το αντιμετωπίζει χαλαρά σαν χόμπι, κάτι που όμως δεν ισχύει για όλους «Είναι πολύ ωραίο σαν χόμπι αν το δεις σαν χόμπι.

Πολλοί έχουν χάσει περιουσίες, οικογένειες, τη ζωή, την ελευθερία τους ακολουθώντας κάποια αφερέγγυα πληροφορία, προκειμένου ν’ ανακαλύψουν κάτι πολύτιμο». Δηλώνει πολέμιος όσων επιδίδονται σε αρχαιοκαπηλία «Υπάρχουν περιπτώσεις από χομπίστες που έχουν βρει αρχαία αλλά φοβούνται να το πουν στις αρμόδιες Υπηρεσίες εξαιτίας της τσιμπίδας του νόμου, ενώ θα μπορούσαν να σωθούν αρχαία από αρχαιοκάπηλους που επωφελούνται και προσφεύγουν σε πωλήσεις για δικό τους κέρδος». Στην ερώτηση αν έχει «ξεθάψει» κάτι πολύτιμο ο ίδιος έδωσε την απάντησή του: «Μέχρι στιγμής έχω βρει μικροπράγματα, αλλά το χόμπι συνεχίζεται ελπίζοντας».

Μύθοι ή πραγματικότητα;

Η πολυτάραχη ιστορία της χώρας μας φαίνεται ότι έχει κληροδοτήσει και ένα πλούσιο υπέδαφος, που «κεντρίζει» πολλούς να το ερευνήσουν. Ιστορίες και θρύλους από τον εμφύλιο και την Τουρκοκρατία καθιστούν την χώρα μας πρώτη σε ποικιλία και σε ποσότητα θησαυρών. Η ποικιλία είναι εμφανής καθώς οι θησαυροί κατηγοριοποιούνται σε: Αρχαϊκούς, Βυζαντινούς, Ενετικούς, Πειρατικούς, Τούρκικους, Κομιτατζίδικους και Μεταπολεμικούς.

Όλα ξεκινούν από έναν μύθο, έναν θρύλο, μια φήμη, που πρέπει να ταιριάζει κατ’ αρχήν με τη γεωγραφία του χώρου στον οποίο αναφέρεται.

Οι «μύθοι» μεταφέρονται από στόμα σε στόμα σε κάθε περιοχή της Ελλάδας από ηλικιωμένους που ίσως γνωρίζουν ιστορίες από τους γονείς τους. «Όπου και να ψάξεις στην Ελλάδα μπορείς να βρεις έναν θησαυρό», δηλώνει με πεποίθηση χομπίστας χρυσοθήρας.

Σύμφωνα με μαρτυρίες πολλοί προκατειλημμένοι αναζητητές, φοβούνται ν’ αναζητήσουν τούρκικους θησαυρούς εξαιτίας της φημολογίας ότι οι Τούρκοι τους «διάβαζαν» έτσι ώστε να μην μπορέσει κάποιος να τα πάρει.

Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο αναζητητής: «Ένας σοβαρός ερευνητής θησαυρών φιλτράρει τις πληροφορίες του όσον αφορά στην αυθεντικότητά τους, την υπερβολική εξάπλωσή τους (που συνήθως τις καθιστά άκυρες ή αβάσιμες) και τις συνδυάζει με ιστορικά στοιχεία και τοπικές μαρτυρίες».

Σημεία με… ενδιαφέρον

«Συνήθως οι αποκρύψεις γινόταν σε ψηλά σημεία στο βουνό, σε περιοχές που δρούσαν σώματα πολεμιστών, ενώ όταν αναφερόμαστε σε κατοικημένη περιοχή η αναζήτηση στρέφεται κοντά σε σταθερά σημεία όπως εκκλησίες, ένας μεγάλος βράχος, μια ρεματιά, εγκαταλειμμένα σπίτια, δίπλα σε πηγές νερού» είπε ο ίδιος.

Ο εξοπλισμός

Χάρτες, πυξίδες, βέργες, σύγχρονα μηχανήματα ανίχνευσης μετάλλων σε συνδυασμό με βάσιμες πληροφορίες και σημάδια μπορούν να «οδηγήσουν» στο πολυπόθητο σημείο.
«Οι περισσότεροι χάρτες που κυκλοφορούν είναι πλαστοί, όπως και οι λεγόμενοι χάρτες του Καραγιώργη δεν γνωρίζει κανείς αν είναι οι πραγματικοί» προειδοποιεί τους άπειρους ο αναζητητής Κώστας.

Ελάχιστοι «ερασιτέχνες» χρησιμοποιούν ακόμη τη μέθοδο της ραβδοσκόπησης, την παλαιότερη από τις μεθόδους. Ο ραβδοσκόπος χρησιμοποιεί μια ξύλινη διχάλα ή ένα μεταλλικό σύρμα, για να εντοπίσει μέταλλα « Αξιολογώντας πληροφορίες από κατοίκους, ακολουθούμε οδοιπορικά, όταν έχουμε κάποια ένδειξη από τις βέργες ραβδοσκοπίας» είπε ο ίδιος.

Οι μέθοδοι εντοπισμού λιρών έχουν αλλάξει τα τελευταία χρόνια και ως επί το πλείστον χρησιμοποιούνται σύγχρονοι ανιχνευτές μετάλλων, που κοστίζουν από διακόσια μέχρι δεκάδες χιλιάδες ευρώ. Οι κλασικοί ανιχνευτές μετάλλων λειτουργούν με υπέρηχους, οι οποίοι αντανακλώνται από τα μέταλλα του υπεδάφους και επιστρέφουν.

Οι σύγχρονοι ανιχνευτές διαθέτουν οθόνη με ενδείξεις και χαρακτηριστικά, όπως διαχωρισμό μετάλλων, ένδειξη ποσότητας και βάθους. Άλλη κατηγορία είναι τα μαγνητικά, που έχουν τη μορφή τετράγωνου κουτιού με κεραίες ή με οθόνη και καλύπτουν μια περιοχή σε μεγάλη απόσταση. Είναι τα πιο σύγχρονα και ακριβά μηχανήματα. «Έχουμε μηχανήματα δηλωμένα στο Υπουργείο.

Το δηλωμένο μηχάνημα δεν συνεπάγεται ότι ψάχνεις όπου και όταν θέλεις, απλά ζητάς άδεια από τις αρμόδιες Υπηρεσίες για να κάνεις ανασκαφή» τονίζει ο συνομιλητής. Ο συνεργάτης, Γιάννης, συμπληρώνει: «Έχουμε μηχάνημα ανίχνευσης από απόσταση για να έρθουμε κοντά στο στόχο και στη συνέχεια ανάλογα το βάθος που περιμένουμε να είναι κρυμμένος, αξιοποιώντας την πληροφορία που έχουμε πάρει, συνεχίζουμε με τοπικό ανιχνευτή υψηλής ικανότητας ανίχνευσης βάθους».

Τονίζουν ότι «ποτέ δεν είσαι σίγουρος τι χτύπησε το μηχάνημα εάν δεν σκάψουμε. Αν δεν σκάψεις πολύ, δεν βρίσκεις. Δεν μπορείς να αγνοήσεις καμιά πληροφορία, σκάβεις σε κάθε υπόδειξη του μηχανήματος, του ραβδοσκόπου ή άλλου «ειδικού». Συνήθως όμως «καθαρίζουμε» τα βουνά από σκουριασμένα αντικείμενα, πιστεύοντας ότι βρήκαμε κάτι καλό. Το καλύτερο μηχάνημα είναι άχρηστο, αν ο κάτοχός του δεν ξέρει να το χειρίζεται».

Τα «χρυσά» σημάδια

Τα σημάδια που δείχνουν το δρόμο στους χρυσοθήρες είναι κυρίως σε πηγές νερού, σε κάποιο μεγάλο αιωνόβιο δέντρο, σε σπηλιές, σε βράχους, γεφύρια και σε περίβολους εκκλησιών. Μπορεί να είναι ένα παλιό καρφί, χαράγματα σε δέντρα και σε βρύσες και το μόνο που χρειάζονται είναι κάποιον ικανό να τα αποκωδικοποιήσει. Ιδιαίτερα σε αυτές πολύς κόσμος νομίζει ότι αναφέρονται στην χρονολογία της βρύσης, ενώ να συμβαίνει τα γραφόμενα της να σε στέλνουν σε ποθητό σημείο.

«Όταν σε μια περιοχή βρίσκουμε σημάδια σε βράχους συνήθως αυτά δηλώνουν κάποια απόκρυψη χρημάτων ή οπλισμού» μαρτυρεί ο κυνηγός θησαυρού, ενώ συνεχίζοντας υπογραμμίζει ότι «τα πιο αξιόπιστα είναι τα σημάδια σε πέτρες, τα οποία τα σκάλιζαν συνήθως και τα καίγανε με μπαρούτι για να μην πιάσουν με την πάροδο των χρόνων βρύα και λειχήνες».

Ο συνοδοιπόρος συμπληρώνει:«Όσον αφορά στα σημάδια, η μειοψηφία τα σέβεται και η συντριπτική πλειοψηφία προσπαθεί να τα μετακινήσει προκειμένου να τα επεξεργαστεί σε δικό του χώρο με την άνεσή του ή να τα χαλάσει τελείως για να μην πέσουν στα χέρια άλλου ερευνητή».

Αυτά τα σημάδια τα δημιουργούσαν όσοι έκρυβαν λίρες με σκοπό ν’ αναγνωρίζουν τα σημεία όταν επέστρεφαν να τις πάρουν και λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν την ερμηνεία τους

Προσωπικές εμπειρίες

«Μια φορά είχαμε βρει σ’ ένα βράχο κάποιους αριθμούς με γράμματα, τους αποκωδικοποιήσαμε και με μεγάλη μας χαρά είδαμε ότι οδηγούσαν σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο στο οποίο υπήρχε μια σκάλα με πέτρινα σκαλοπάτια. Η κάτω όψη ενός απ’ αυτά τα σκαλοπάτια είχε χαραγμένο ένα χάρτη.

Αφού τα φωτογραφίσαμε, τα κρύψαμε εκεί κοντά αντικαθιστώντας το με άλλη παρόμοια πέτρα. Στην επόμενή μας επίσκεψη στο χώρο διαπιστώσαμε ότι ανθρώπινο χέρι το είχε πάρει» αναφέρει ο ένας πολύπειρος χρυσοθήρας.

Χαριτολογώντας ο άλλος συνομιλητής μάς εκμυστηρεύεται ότι έχοντας την τύχη του πρωτάρη προς μεγάλη του έκπληξη «ξέθαψε» κοσμήματα και κέρματα που χρονολογούνται από τις αρχές του 1900.

«Έχει τύχει να έρθουμε αντιμέτωποι με φίδια τα οποία «αγκάλιαζαν» κιβώτια και φυσικά δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Σύμφωνα με το μύθο τα φίδια έλκονται από το χρυσό» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος.

Μικρά μυστικά

Οι Βολιώτες χομπίστες μάς αποκάλυψαν μικρά μυστικά τους αλλά και την επικινδυνότητα της συγκεκριμένης δραστηριότητας.
«Πολλές αποκρύψεις τις «παγιδεύανε» ποτίζοντας το περιεχόμενο με διάφορα δηλητήρια της εποχής ή τοποθετώντας νάρκη ή χειροβομβίδα δίπλα ή κάτω από το πολυπόθητο αντικείμενο. Σε μεγαλύτερες αποκρύψεις παγίδευαν το χώρο με διάφορες μηχανικές παγίδες» αναφέρει ο συνομιλητής.

Ο συνεργάτης συμπληρώνει «τα νομίσματα είναι συνήθως θαμμένα σε μικρό βάθος, γιατί λόγω των πιθανών συνθηκών μάχης ή των συνθηκών υποχώρησης από μια περιοχή, δεν υπήρχε πολύς χρόνος για επιμελές θάψιμο. Τις περισσότερες φορές μπορούσαν να σκάψουν μόνο τη νύχτα όταν σταματούσε η μάχη και μόνο για λίγες στιγμές.

Όχι μόνο για να μην τους δουν οι εχθροί, αλλά και για να μην τους δουν ακόμη και οι «δικοί τους». Όπως επίσης αναφέρει ότι οι έρευνες με μηχάνημα κοντά σε ποτάμι δεν είναι πάντα αξιόπιστες, επειδή το μηχάνημα εντοπίζει τη χρυσή άμμο των ποταμών αλλά και το ίδιο το υπόγειο νερό ως μέταλλο.

Μπορεί να είναι μια ενδιαφέρουσα δράση αλλά όπως κάθε περιπέτεια κρύβει πολλούς κινδύνους. Ο Βολιώτης χρυσοθήρας τονίζει: «Όταν πρόκειται για ερμητικά κλειστό χώρο, ο οποίος παραμένει έτσι για πολλά χρόνια, υπάρχει κίνδυνος δηλητηρίασης μέσω του αέρα που έχει παγιδευτεί εκεί, γι’ αυτό και πρέπει να μπεις με μάσκα ή να το αφήσεις να αεριστεί για πολλές ώρες.

Το χόμπι είναι πάρα πολύ επικίνδυνο και θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Ποτέ δεν πας μόνος σου και πάντα ειδοποιείς και κάποιον άλλον της εμπιστοσύνης σου για το πού είσαι και πότε θα επιστρέψεις. Ποτέ δεν πηγαίνεις με άτομα που δεν γνωρίζεις».

Όσον αφορά στις συνεργασίες και αυτές με τη σειρά τους εγκυμονούν κινδύνους. «Πρέπει να προσέχεις πολύ με ποιους συνεργάζεσαι γιατί το λιγότερο είναι ν’ απογοητευτείς ή να εκτεθείς από μια άσχημη συνεργασία και το χειρότερο είναι να κινδυνέψει ακόμα και η ζωή σου, γιατί όταν υπάρχει ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα η διάθεση και οι σκέψεις των μέχρι πριν λίγο έμπιστων συνεργατών μπορούν να μετατραπούν σε απληστία και προδοσία» αναφέρει χαρακτηριστικά.

Πάντως μόνο ένας τρόπος μπορεί να εξασφαλίσει σχετική σιγουριά στην ανεύρεση του χρυσού: η παρουσία στην ομάδα ανθρώπου που συμμετείχε στην «ταφή» του θησαυρού, πράγμα όλο και πιο απίθανο αφού τα χρόνια από εκείνες τις εποχές έχουν περάσει δεκαετίες ή και αιώνες πια.

Πηγή: Ταχυδρόμος, 28.10.2012
Γιάννης Μπαϊμπάκης (SV1PIZ)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Κρυμμένοι θησαυροί στην ελλάδα”