Tο παραμύθι της φιλαργυρίας

Σε αυτή την περιοχή θα καταγράφουμε δημοσιεύσεις σχετικές με το πεδίο ενδιαφέροντος μας, που δεν υπάγονται σε κάποια από τις υπάρχουσες κατηγορίες.

Συντονιστές: Συνδιαχειριστές, Υπερσυντονιστές, Συντονιστές

Απάντηση
Άβαταρ μέλους
admin
Administrator
Administrator
Δημοσιεύσεις: 5815
Εγγραφή: 07 Ιαν 2007, 14:48
Τοποθεσία: Ελευσίνα

Tο παραμύθι της φιλαργυρίας

Δημοσίευση από admin »

ΜOΛIΣ ΠEPNΩ το γεφυράκι μπροστά στο δίπατο σπίτι των Σοφιανών, διακρίνω στην άμμο να λαμπυρίζει μια δεκάρα. Σκύβω πασιχαρής και την πιάνω. Παραδίπλα κι άλλη. Κι άλλες δεκάρες ολόγυρα, πολλές δεκάρες. Δεν προλαβαίνω να μαζεύω. Κι όλο κλεφτές ματιές μη και με δει κανείς. Ο θησαυρός δικός μου! Σπαρμένη η άμμος με δεκάρες. Μαζεύω άπληστα. Δεκάρες, δεκάρες! Δεν χωρούν άλλες στην τσέπη μου. Κάνω να βαδίσω, αδύνατον, τα πόδια μου μολύβι βουλιάζουν στην άμμο.

Και… ξυπνώ με άδειες τσέπες στην Πρώτη Δημοτικού, Λήμνος. Σε παραλλαγές το ίδιο όνειρο κι άλλες φορές εκείνη την εποχή - κάπως σαν τα περίφημα rves rptitifs του Φρόιντ. Η ένδεια των καιρών, απ' τη μια, η ασίγαστη επιθυμία, απ' την άλλη, να αποκτήσω ολόδική μου μία μπάλα έθρεψαν τέτοια όνειρα, που σίγουρα θα κατοικούσαν τότε τον ύπνο ουκ ολίγων ομήλικών μου. Οκτάχρονος αρκείσαι να ονειρεύεσαι δεκάρες που όμως, όσες κι αν μαζέψεις, μ' αυτές δεν αγοράζεις τίποτα στον ξύπνιο σου, ούτε καν ένα γραμμάριο ψευδαίσθηση. Σίγουρη περιουσία μου ήταν μόνον οι πεντάρες με το στάχυ, οι δεκάρες με τα ζουμερά σταφύλια και οι εικοσάρες με το λιόκλαδο που, κατά τη συνήθη πρακτική της εποχής, τις περνούσα σε κορδόνι και τις μετρούσα κάθε τόσο ανυπόμονα, ώσπου να φέρουν στα πόδια μου γκελαριστή την πολυπόθητη μπάλα.

Λίγο μετά, αφού έμαθα πια καλά γραφή και ανάγνωση κι ορθοπόδησα στη σύνθετη σκέψη, περνώντας κι εγώ από την παροιμία των φτωχών «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι», άρχισα να συσπειρώνομαι με τα παιδιά της γενιάς μου, από την Τρίτη Δημοτικού μέχρι την έξοδο από τη Μέση Εκπαίδευση, άπαξ κατ' έτος γύρω από την έκθεση «Η αξία της αποταμίευσης». Εμβληματικό σύμβολο του πνεύματος της οικονομίας ο κουμπαράς που μας καταδυνάστευε ηδέως, πότε πήλινος πανηγυριώτικος -γουρουνόπουλο το πιο συχνά- και πότε μεταλλικός του Ταμιευτηρίου, αυστηρός και απαραβίαστος αυτός από τις πονηριές του συνενοχικού μας μαχαιριού. Και μπορεί τότε να γράφαμε υποχρεωτικά όλοι εκθέσεις για την αποταμίευση, από νωρίς όμως κατάλαβα ότι τα πλουσιόπαιδα της τάξης μας κουμπαρά δεν είχαν, γιατί απλά δεν τον χρειάζονταν, ή, κι αν είχαν, ελάχιστα τον τιμούσαν. Oπως κατάλαβα και τούτο από τα πρώτα κιόλας χρόνια στο Δημοτικό, πως δηλαδή η απληστία λογιζόταν μεγάλο αμάρτημα, κολάσιμο, αφού αναμοχλεύοντας η μάνα μου παραμύθια, θρύλους και λαϊκές παραδόσεις φρόντιζε να νουθετεί εμένα και τον αδελφό μου με άγριες αφηγήσεις για άπληστους ανθρώπους και τον Οξαποδώ.

Σκόρπιες μού έρχονται ακόμη στον νου ιστορίες σαν εκείνου του άντρα που του φανερώθηκε, λέει, ο Σατανάς στον ξύπνιο του και του είπε θα σε κάνω πάμπλουτο, βρε, θα σε γεμίσω φλουριά, αρκεί να με αφήσεις να κόψω μια τοσηδά σταλίτσα σάρκα απ' το μικρό σου δαχτυλάκι. Κι ο άπληστος εκείνος, θεωρώντας το αντάλλαγμα γελοιωδώς ασήμαντο μπροστά στα υποσχημένα πλούτη, είπε ναι, πάρτο, κάνε δουλειά σου. Μόνο που τη νύχτα, απ' τη μικρή πληγή, του ρούφηξε ο πονηρός κι ανελέητος Μαμωνάς όλο το αίμα μέχρι τελευταίας ρανίδος, του στράγγιξε την ψυχή.

Την ίδια πάνω κάτω εποχή η απληστία, συνώνυμη στο μυαλό μου αποκλειστικά της φιλαργυρίας, προσωποποιήθηκε αποκτώντας όνομα χάρη στα αναγνώσματα των Μίκυ Μάους και των Κλασσικών Εικονογραφημένων. Και μάλιστα όνομα διπλό: Μίδας και θείος Σκρουτζ. Ο πρώτος, βασιλιάς της Φρυγίας, ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία, πνίγηκε στο χρυσάφι, όταν κατευχαριστημένος ο θεός Διόνυσος από την ευμενή υποδοχή που έτυχε αυτός και η ακολουθία του στο φρυγικό βασίλειο, του υποσχέθηκε πως θα του εκπλήρωνε την όποια του επιθυμία, κι εκείνος ο αθεόφοβος -ούτε λίγο ούτε πολύ- του ζήτησε άπληστα να μετατρέπεται σε χρυσό ό,τι ακουμπούσε. Και, πράγματι, έτσι έγινε. Σε λίγο αμύθητα τα πλούτη του, χωρίς όμως να μπορεί να τα χαρεί, αφού κόντεψε να πεθάνει από πείνα, μια και γίνονταν χρυσάφι ακόμη και τα φαγώσιμα που έκανε να βάλει στο στόμα του. Κι όταν απελπισμένος πια ζήτησε σωτηρία απ' τον Διόνυσο, εκείνος τον συμβούλεψε να λουσθεί στα νερά του Πακτωλού ποταμού, που έκτοτε, λέει, έγινε «χρυσορρόας». Στον αιτιολογικό τούτο μύθο, αυτό που με γοήτευε παιδί εμένα ήταν το πάθημα του άπληστου Μικρασιάτη βασιλιά, που είχε κι από πάνω αυτιά γαϊδάρου. Oσο για τον θείο Σκρουτζ, τον άπληστο κι αρχιτσιγκούναρο Αμερικάνο των δολαρίων, πολύ μου την έσπαγε, γιατί αγαπημένοι μου ήρωες τα τρία ανίψια του, Χιούι, Λιούι και Ντιούι. Και πάντα τον σύγκρινα με τον δικό μου θείο Παναγιώτη, τον λεβέντη αδελφό του πατέρα μου, που ανοιχτοχέρης με χαρτζιλίκωνε συνέχεια, κι ας μην έτρεχαν τα λεφτά απ' τα μπατζάκια του.

Δίψα για πλούτο

Αυτά κι άλλα παρεμφερή τότε, στη μετεμφυλιακή δεκαετία του '50 - αρχές '60, ανάμεσα σε όνειρα δεκάρας και μια ελληνική κοινωνία δραματικά μεταναστευτική. Yστερα ήρθε το Κεφάλαιο του θείου Μαρξ, η ιδεολογική στράτευση με τη μεριά του Μπρεχτ, Ιστορία και Αρχαιολογία, η βιωμένη πραγματικότητα και βέβαια η εμβριθής γνώση ότι η μακρά ιστορία του πολιτισμού, στις όποιες τροπές της, δεν είναι στην ουσία παρά μια ασίγαστη επιδίωξη πλουτισμού, τουτέστιν δύναμης και εξουσίας, με φυσική συνέπεια πυραμιδικά οργανωμένες κοινωνίες, όπου η πλατιά βάση σηκώνει μοιραία το επαχθές βάρος της κορυφής, και με συνεχή την τάση των χαμηλότερων στρωμάτων να αναρριχηθούν όσο γίνεται πιο κοντά στην ευάερη κι ευήλια κορυφή, αφού στην πράξη φαντάζει ουτοπική η δίκαιη κατανομή του πλούτου.

Σύμφυτες, αναπόφευκτα, με την έννοια του πλουτισμού, αυτές της πλεονεξίας και της απληστίας, που άφησαν χειροπιαστά τα χνάρια τους, κειμενικά όσο και αρχαιολογικά, ακόμη και σε κοινωνίες προνομισματικές. Σε μια τέτοια προνομισματική κοινωνία του τέλους του 8ου αι. π.Χ. φαίνεται πως έζησε και ο ζάμπλουτος Μίδας, ενώ από την Μικρασία πάλι και ο παροιμιώδης για τα πλούτη του βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος, που έζησε όμως αυτός στην αυγή σχεδόν του κερματοφόρου νομίσματος, ενός κορυφαίου ομολογουμένως επινοήματος, με δύο όψεις, πραγματικές και συμβολικές. Ξεπηδώντας μέσα από πρακτικές ανάγκες για συστηματοποίηση του εμπορίου, έφερε το νόμισμα δαιμονιωδώς τα πάνω κάτω, καθώς γρήγορα αναδείχθηκε σε ρυθμιστή σχεδόν κάθε κοινωνικής δραστηριότητας, σε όπλο οικονομικής και συνεπώς πολιτικής επιβολής, και βέβαια εμβληματοποίησε μεταλλικά την πλέον ορατή εκδοχή της απληστίας, τη φιλαργυρία, δίνοντάς της πιο ευέλικτη μορφή και ανοίγοντας παράλληλα υπόγειες και πονηρές διόδους στον χρηματισμό και την τοκογλυφία.

Xρήσιμο «κακό»

Η επινόηση του κερματοφόρου νομίσματος -για να μιλήσει λίγο και ο αρχαιολόγος- ανάγεται, ως γνωστόν, παραδοσιακά στη Λυδία του τέλους του 7ου αι. π.Χ., όπου οι κάτοικοι των Σάρδεων πιστεύεται ότι έκοψαν τα πρώτα νομίσματα από ήλεκτρο -το φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου- που επιχωρίαζε στον ποταμό Πακτωλό. Ωστόσο, περισσότερο αποδεκτή είναι στις μέρες μας η άποψη ότι τα πρώτα νομίσματα κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα σε Ιωνία και Λυδία, «άτυπα» στην αρχή, χωρίς δηλαδή παραστάσεις και επιγραφές, που άρχισαν να προστίθενται από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., ενώ τα πρωιμότερα χρυσά και αργυρά νομίσματα φαίνεται πως κυκλοφόρησαν επί βασιλείας Κροίσου, με τα χάλκινα να εμφανίζονται αργότερα, μαζί με άλλα από υποβαθμισμένο κράμα μετάλλων.

Στον κυρίως ελλαδικό χώρο πρώτη η Αίγινα γύρω στο 570 π.Χ. έκοψε νόμισμα, τους αργυρούς στατήρες, με τις περίφημες χελώνες στον εμπροσθότυπο, κι ευθύς μετά η Αθήνα, με δεσπόζοντα τύπο τη γλαύκα, και η Κόρινθος με τον δικό της Πήγασο, για να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και άλλες ανθηρές πόλεις. Το χρήσιμο «κακό», μέσα από μια ταχύρρυθμη αλυσιδωτή αντίδραση, πήρε όμως τεράστιες διαστάσεις, κάνοντας τους νομοθέτες να τρέχουν μάταια ξοπίσω του και τον Σοφοκλή να βάζει στο στόμα του Κρέοντα επιγραμματική τη φράση «ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίον άργυρος/ κακόν νόμισμ' έβλαστε» (Αντιγόνη στ. 295-6) και να εξηγεί ευθύς παρακάτω πως το χρήμα και πόλεις κυριεύει κι ανθρώπους οδηγεί μακριά απ' τα σπίτια τους και τα χρηστά μυαλά παρασύρει σε αισχρές πράξεις και ανόσιες, που αργά ή γρήγορα όμως θα τιμωρηθούν.

Σε ένα τέτοιο φρενήρες νομισματικό παιχνίδι θέλει η παράδοση -έστω αναχρονιστικά- να υψώνεται σθεναρή η φωνή του σοφού μεταρρυθμιστή Λυκούργου εν όψει του ορατού κινδύνου διάβρωσης της σπαρτιατικής κοινωνίας από τον άλογο πλουτισμό, και μέσα σε κλίμα προστατευτισμού, να απαγορεύει την κοπή χρυσών και αργυρών νομισμάτων, επιτρέποντας μόνο τα σιδερένια, που ήταν ευτελή κι ασήκωτα - νομίσματα «καταγελώμενα» από τους άλλους Eλληνες (Πλούταρχος, Λυκούργος 9)

Στο όνομα της ευημερίας η αρχαία ελληνική κοινωνία θεοποιεί τον Πλούτο, θέτει το προσοδοφόρο εμπόριο υπό την προστασία του Κερδώου Ερμή, αναδείχνει σε σύμβολο αφθονίας το Κέρας της Αμαλθείας. Πόσο όμως το μέτρο, το θέσμιο και θεμιτό μπορούσαν ως αξίες να τιθασεύσουν την ανθρώπινη φύση, συγκρατώντας την από εκτροπές στην κατάχρηση και την υπερβολή, στην απληστία, τη φιλαργυρία και την αισχροκέρδεια; Η αρχαία γραμματεία βρίθει σχετικών περιστατικών κάθε είδους, με τον Πλούτο του Αριστοφάνη σπαρταριστά επίκαιρο, ιδίως όταν ακούμε τον φτωχό γέροντα Χρεμύλο απευθυνόμενο στον θεό Πλούτο να μιλάει περί απληστίας: «μα εσέ ποτέ κανείς δε σε χορταίνει./ Τάλαντα δεκατρία κανείς αν πάρει,/ του ανάβει ευθύς ο πόθος για δεκάξι,/ τα οικονομάει κι αυτά; ζητάει σαράντα,/ αλλιώς, λέει, η ζωή ανυπόφορη είναι» (στ. 193-197. Μετ. Θ. Σταύρου).

Μεγεθυμένη η μορφή του φιλάργυρου, πολλούς αιώνες πριν από τον μολιερικό Φιλάργυρο, θα τροφοδοτήσει δραματουργικά ομότιτλες κωμωδίες σαν κι αυτές του Κράτη και του Φιλιππίδη, του Θεόγνητου και του Φιλίσκου, ενώ ο Θεόφραστος στους Χαρακτήρες του συνθέτει ανάγλυφο το πορτρέτο του αισχροκερδούς (Αισχροκερδείας Λ΄). Το κερματοφόρο νόμισμα διεισδύει διαβρωτικά παντού, μέχρι και στις μεταθανάτιες δοξασίες, αφού και ο νεκρός πρέπει να πληρώσει τον περαματάρη της Αχερουσίας που θα τον πάει με τη βάρκα του στον Κάτω Κόσμο. Τίποτα δίχως χρήμα. Κι ο Χάρος πάμπλουτος, αφού οι νεκροί πλείονες των ζώντων! Οι Ρωμαίοι μάλιστα από το 345 π.Χ. θέσπισαν και λατρεία της Juno Moneta, στην ιδιότητα δηλαδή της θεάς ως προστάτιδας του νομίσματος, κι αργότερα, από τους αυτοκρατορικούς χρόνους, η Moneta, προσωποποίηση πλέον του ίδιου του νομίσματος ή γενικότερα της νομισματοκοπίας, εμφανίζεται με τη μορφή όρθιας γυναίκας που κρατάει Κέρας Αμαλθείας και ζυγαριά νομισμάτων.

Τα σύμβολα όμως όσο φανερώνουν και κωδικοποιούν άλλο τόσο αποκρύπτουν και νομιμοποιούν υποκριτικά. Eτσι, πίσω από την αυτοκρατορική Moneta, που αργότερα γίνεται τριπλή συμβολίζοντας τα τρία νομισματικά μέταλλα, τον χαλκό, τον άργυρο και τον χαλκό, συνωστίζονται αόρατοι, αλλά υπαρκτοί, μιλιούνια οι κερδοσκόποι, οι φιλάργυροι, οι αισχροκερδείς παντός καιρού και εποχής, που ήρθε να τους συστεγάσει ο Χριστιανισμός κάτω από το κολάσιμο αμάρτημα της απληστίας. Ο Χριστιανισμός, που όρθωσε στον αντίποδα της φιλαργυρίας την εικοσάριθμη χορεία των Αγίων Αναργύρων -αν και γνωστότεροι οι Κοσμάς και Δαμιανός-, των αφιλοχρήματων γιατρών, των ανάργυρων, οι οποίοι πρόσφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους αφειδώλευτα.

Δουλειά του Ακατονόμαστου

Απληστία και φιλαργυρία, από κοντά όμως και η ένδεια, στοιχειώνουν το φαντασιακό με κρυμμένους ή χαμένους θησαυρούς που ταξιδεύουν προκλητικοί ανά τους αιώνες. Και βέβαια τέτοιοι θησαυροί -χρυσά προπάντων νομίσματα, λίρες και φλουριά- υπάρχουν, μα πιο πολύ για να τρέφουν παραμύθια, θρύλους και λαϊκές παραδόσεις σαν κι αυτές που συγκέντρωσε ο Νικόλαος Πολίτης (1904). Απ' όλες πιο διαδεδομένη, και εκηβόλα μέχρι το αρχαιοελληνικό παρελθόν, η παράδοση για την περίφημη χρυσή γουρούνα με τα επτά χρυσά γουρουνόπουλα που είναι χαμένα, λέει, σε αρχαία ερείπια: «(…) Γιατί χαρά 'ς τη μοίρα του κείνου που θα την εύρη. Oπου είναι κρυμμένος θησαυρός θα τον βρίσκη, τα χρήματά του δεν θα σώζονται ποτές (…). Μα φαίνεται πως κανείς ακόμα ως τώρα δε τη βρήκε».

Και για να επιστρέψω, κλείνοντας, κύκλια στη Λήμνο, εκπνέουσας της προηγούμενης χιλιετίας, καταθέτω την εικόνα του γεροβοσκού στην τοποθεσία Κουκονήσι του Μούδρου, όπου έβοσκε από παιδί τα κοπάδια του και δεν πίστευε ο άνθρωπος στα μάτια του, όταν με τις εκεί ανασκαφές μου άρχισαν να διαγράφονται μεγάλα προϊστορικά πιθάρια. «Να δεις που θα 'ναι γεμάτα χρυσές λίρες», μουρμούριζε επίμονα πάνω από τα κεφάλια μας. Κι επειδή στο εσωτερικό τους ως τον πάτο μόνο χώμα, η ατελέσφορη προσδοκία του τα 'ριξε στον Σατανά: «Δουλειά του Ακατονόμαστου… Αυτός φτήνεψε το χρυσάφι…»

Πηγή: kathimerini.gr, άρθρο XPHΣTOΣ MΠOYΛΩTHΣ, 05-02-06
Γιάννης Μπαϊμπάκης (SV1PIZ)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διάφορα της επικαιρότητας”